- φαρόπλοιο(ν)
- το плавучий маяк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρόπλοιο — το, Ν ναυτ. μικρό πλοίο ειδικής κατασκευής που φέρει φάρο και είναι μόνιμα αγκυροβολημένο σε ορισμένες θαλάσσιες περιοχές για να επισημαίνει κινδύνους και να διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα, αλλ. πυρσωρίδα, κν. καραβοφάναρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρος (Ι) +… … Dictionary of Greek
φαρόπλοιο — το πλωτός φάρος ή φανός στο κατάρτι παλιού πλοίου ή σχεδίας, που είναι αγκυροβολημένα σε αβαθή ή κοντά σε υφάλους, για να προφυλάγουν τα πλεούμενα από προσαράξεις, το καραβοφάναρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)